- ἀνεγειρομένης
- ἀνεγείρωwake uppres part mp fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σανιδικός — ή, ό, Ν [σανίδα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις σανίδες 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Σανιδικά διαδηλώσεις και ταραχές που ξέσπασαν στην Αθήνα το 1902 στην διάρκεια κυβερνητικής κρίσης και που ονομάστηκαν έτσι επειδή οι διαδηλωτές… … Dictionary of Greek